οκταπλάσιος

οκταπλάσιος
ία , ον восьмикратный; в восемь раз больший

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "οκταπλάσιος" в других словарях:

  • οκταπλάσιος — οκταπλάσιος, α, ο και οχταπλάσιος, α, ο αυτός που είναι οχτώ φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάποιον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀκταπλάσιος — eightfold masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οκταπλάσιος — και οχταπλάσιος, α, ο (Α ὀκταπλάσιος, ία, ον) αυτός που είναι οκτώ φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος. επίρρ... οκταπλασίως και οκταπλάσια και οχταπλάσια (Α ὀκταπλασίως) κατά οκτώ φορές περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + πλάσιος*] …   Dictionary of Greek

  • ὀκταπλασίων — ὀκταπλάσιος eightfold fem gen pl ὀκταπλάσιος eightfold masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκταπλάσιον — ὀκταπλάσιος eightfold masc acc sg ὀκταπλάσιος eightfold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκταπλασίοις — ὀκταπλάσιος eightfold masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκταπλασίου — ὀκταπλάσιος eightfold masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκταπλασίῳ — ὀκταπλάσιος eightfold masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκταπλάσια — ὀκταπλάσιος eightfold neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκταπλάσιοι — ὀκταπλάσιος eightfold masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκταπλασία — ὀκταπλασίᾱ , ὀκταπλάσιος eightfold fem nom/voc/acc dual ὀκταπλασίᾱ , ὀκταπλάσιος eightfold fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»